- πικέρμιος
- -α, -ο, Νγεωλ.1. το ουδ. ως ουσ. το πικέρμιοη πικέρμια βαθμίδα2. φρ. «πικέρμια βαθμίδαη νεώτερη υποδιαίρεση τού ανώτερου μειοκαίνου και τών χερσαίων αποθέσεών του, που άρχισε πριν από 9 εκατομμύρια χρόνια, ακολουθεί το βαλέσιο και προηγείται τού πλειοκαίνου.
Dictionary of Greek. 2013.